Φαληρεύς

Φαληρεύς
Φαληρεύς
Phalerum
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαληρεύς — Phalerum masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρεύς — ὁ, θηλ. Φαληρίς, ίδος, Α ο κάτοικος τού Φαλήρου, Φαληριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. εύς* (πρβλ. Χαλκιδ εύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Λεσβ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • Φαληρεύς, Δημήτριος — Έλληνας λόγιος από την Κωνσταντινούπολη, που έζησε γύρω στις αρχές του 17ου αι. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή υπό την πνευματική καθοδήγηση του Θεόφιλου Κορυδαλέα και αργότερα διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος ο Φαληρεύς — (Φάληρο περ. 350 π.Χ. – ;). Αθηναίος πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Περιπατητική σχολή του Θεόφραστου και έγραψε σχόλια στα ομηρικά έπη και μια συλλογή χρήσιμων αποφθεγμάτων, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούσαν τα Αποφθέγματα των επτά …   Dictionary of Greek

  • Φαληρεῖς — Φαληρεύς Phalerum masc acc pl Φαληρεύς Phalerum masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρεῖς — φαληρεύς Phalerum masc acc pl φαληρεύς Phalerum masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρέων — Φαληρεύς Phalerum masc gen pl Φαληρέω̆ν , Φαληρεύς Phalerum masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρέων — φαληρεύς Phalerum masc gen pl φαληρέω̆ν , φαληρεύς Phalerum masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρεῖ — Φαληρεύς Phalerum masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρεῖ — φαληρεύς Phalerum masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”